- χρεώνομαι
- χρεώνομαι, χρεώθηκα, χρεωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χρεώνω — Ν [χρέος] 1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες») 2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου 3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη 4. μέσ. χρεώνομαι αναλαμβάνω χρέη 5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται,… … Dictionary of Greek